χωλοῦ

χωλοῦ
ἀποχωλόομαι
to be made quite lame
pres imperat pass 2nd sg
ἀποχωλόομαι
to be made quite lame
imperf ind pass 2nd sg (homeric ionic)
χωλάω
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
χωλόομαι
to become lame
pres imperat mp 2nd sg
χωλόομαι
to become lame
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
χωλός
lame
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… …   Dictionary of Greek

  • Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Ευέλθων — (569 – 525 π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, μέλος της δυναστείας των Τευκριδών. Η Φερετίμη, σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Βάττου του Χωλού, του ζήτησε να της δώσει στρατό για vα ανακτήσει τον θρόνο που είχε χάσει, αλλά εκείνος της… …   Dictionary of Greek

  • Μαζολίνο ντα Πανικάλε — (Masolino da Panicale, 1383; – 1447;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι Κριστόφορο Φίνι (Tommaso di Cristoforo Fini). Εργάστηκε στην Τοσκάνη, στην Ουγγαρία, στη Λομβαρδία και στο Λάτιο και παλαιότερα τον θεωρούσαν δάσκαλο του …   Dictionary of Greek

  • χωλότητα — η η ιδιότητα του χωλού, το να κουτσαίνει κανείς, η κουτσαμάρα: Η χωλότητά του δεν τον εμπόδισε να φτάσει έγκαιρα στη συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”