χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… … Dictionary of Greek
Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
Ευέλθων — (569 – 525 π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, μέλος της δυναστείας των Τευκριδών. Η Φερετίμη, σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Βάττου του Χωλού, του ζήτησε να της δώσει στρατό για vα ανακτήσει τον θρόνο που είχε χάσει, αλλά εκείνος της… … Dictionary of Greek
Μαζολίνο ντα Πανικάλε — (Masolino da Panicale, 1383; – 1447;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι Κριστόφορο Φίνι (Tommaso di Cristoforo Fini). Εργάστηκε στην Τοσκάνη, στην Ουγγαρία, στη Λομβαρδία και στο Λάτιο και παλαιότερα τον θεωρούσαν δάσκαλο του … Dictionary of Greek
χωλότητα — η η ιδιότητα του χωλού, το να κουτσαίνει κανείς, η κουτσαμάρα: Η χωλότητά του δεν τον εμπόδισε να φτάσει έγκαιρα στη συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)